- απερίοδος
- -η, -ο (Α ἀπερίοδος, -ον)(λόγος, κείμενο) χωρίς περιόδους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπερίοδος — incomprehensible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπερίοδον — ἀπερίοδος incomprehensible masc/fem acc sg ἀπερίοδος incomprehensible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek